- προβατώδης
- προβᾰτ-ώδης, ες,A like a sheep, simple, Simp. in Epict.p.34 D., Hsch. s.v. βαίκυλος, Sch.Ar.Eq.264.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβατώδης — like a sheep masc/fem acc pl (attic epic doric) προβατώδης like a sheep masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) προβατώδης like a sheep masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατώδης — ες / προβατώδης, ῶδες, ΝΑ [πρόβατον] 1. ο όμοιος με πρόβατο 2. μτφ. (για πρόσ.) νωθρός στη διάνοια, ευήθης, ανόητος. επίρρ... προβατωδῶς Α όμοια με πρόβατο … Dictionary of Greek
προβατώδη — προβατώδης like a sheep neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προβατώδης like a sheep masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προβατώδης like a sheep masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατῶδες — προβατώδης like a sheep masc/fem voc sg προβατώδης like a sheep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατώδεις — προβατώδης like a sheep masc/fem acc pl προβατώδης like a sheep masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek